- θανασίμους
- θανάσιμοςdeadlymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Καζιμίρ — (Casimir). Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. K. A’ ο Αναστηλωτής (1015; – 1058). Δούκας της Πολωνίας (1040; 58). Ήταν γιος του Μιέσκο B’. Το 1034, ύστερα από επανάσταση που ξέσπασε εναντίον του, εγκαταστάθηκε μαζί με την αντιβασίλισσα… … Dictionary of Greek
Σούλι — I Ιστορική περιοχή της Ηπείρου, στο νομό Θεσπρωτίας, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά είναι ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Περιλαμβάνει τα όρη Μούργκα (1340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια… … Dictionary of Greek